- γραδάρω
- [γράδο]μετρώ την πυκνότητα ή τη θερμοκρασία υγρού με το γράδο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γραδάρω — γραδάρισα, γραδαρισμένος, μετρώ την πυκνότητα ενός υγρού με το γράδο: Γραδάρισα το οινόπνευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραδώνω — 1. γραδάρω 2. ανοίγω αυλάκια στο κάτω μέρος βαρελιού ή βεδούρας για να στερεωθεί ο πάτος … Dictionary of Greek